- τοκάδερ
- τοκ-άδερ ([dialect] Lacon. for τοκάδες) · ἔγκυοι, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοκάδερ — Α (λακων. τ.) (κατά τον Ησύχ.) βλ. τοκάς (Ι) … Dictionary of Greek
τοκάς — (I) άδος, ή, και κατά τον Ησύχ. λακων. τ. πληθ. τοκάδερ Α (συν. για ζώο και σπάν. για πρόσ.) 1. αυτή που πρόκειται να γεννήσει, ετοιμόγεννη 2. αυτή που μόλις έχει γεννήσει («κύνες τοκάδες», Καλλ.) 3. γόνιμη, καρπερή 4. μητέρα («τοκάδα τὰν...… … Dictionary of Greek